ωτορινολαρυγγολογία

ωτορινολαρυγγολογία
Kλάδος της ιατρικής, που ασχολείται με τη φυσιολογία και την παθολογία του αφτιού και των ανώτερων αεροφόρων οδών (μύτη, παραρινικές κοιλότητες, παρίσθμια, φάρυγγα και λάρυγγα). Αρκετές γνώσεις ανατομίας και παθολογίας για τα όργανα της όσφρησης, της ακοής και της φωνής ήταν κτήμα της ιατρικής από τους ελληνορωμαϊκούς χρόνους· νέες και ακριβέστερες γνώσεις αποκτήθηκαν από τους ανατόμους της Αναγέννησης και κατόπιν από τους γιατρούς, ιστολόγους και παθολογοανατόμους του 18ου αι. Προς τα τέλη του ίδιου αιώνα, αποπειράθηκαν να πραγματοποιήσουν τις πρώτες βασικές χειρουργικές επεμβάσεις της ω.: εμφύσηση της σάλπιγγας, τρυπανισμό του μαστοειδούς και παρακέντηση του τυμπάνου. Στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. πραγματοποιήθηκαν μεγάλες πρόοδοι στη φυσιολογία της ακοής και τυπώθηκαν τα πρώτα μεγάλα συγγράμματα για τα νοσήματα της μύτης και του λάρυγγα, αλλά μόνο γύρω στα μέσα του αιώνα τελειοποιήθηκαν τρία απλά όργανα, πάνω στα οποία στηρίχθηκε μεγάλο μέρος της ωτορινολαρυγγολογικής διαγνωστικής: το ρινοσκόπιο, το ωτοσκόπιο και το λαρυγγοσκόπιο· το τελευταίο, προήλθε από το ήδη γνωστό καθρεφτάκι των οδοντιάτρων, που ένας δάσκαλος φωνητικής, ο Μανουέλ Γκαρθία, πρώτος δίδαξε τη χρήση του για την εξέταση του λάρυγγα. Τα τρία αυτά όργανα είναι μέχρι σήμερα απαραίτητα στην ωτορινολαρυγγολογική εξέταση, αν και βρίσκονται στη διάθεση του ειδικού πολύ πιο μοντέρνα μέσα για τη διάγνωση των νοσημάτων και την επίλυση ειδικών προβλημάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ωτορινολαρυγγολογία — η κλάδος της ιατρικής που εξετάζει τις παθήσεις των αυτιών, της μύτης και του λάρυγγα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εφεδρίνη — Αλκαλοειδές, το οποίο περιέχεται σε διάφορα είδη εφέδρας, απ’ όπου και λαμβάνεται. Έχει χημικό τύπο C6H5CH(CH3)ΝΗ(ΟΗ)CHCH3, δηλαδή είναι μία αμινοφαινόλη. Η ενέργειά της είναι παραπλήσια με της αδρεναλίνης και της αμφεταμίνης. Παρασκευάζεται και… …   Dictionary of Greek

  • ακουολογία — Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με την αίσθηση της ακοής. Βλ. λ. ωτορινολαρυγγολογία …   Dictionary of Greek

  • ωτορινολαρυγγολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωτορινολαρυγγολογία: Κάνει ωτορινολαρυγγολογικές εξετάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”